πρωΐσπορος

πρωΐσπορος
-ον, Α
ο σπαρμένος πρώιμα ή αυτός που πρόκειται να σπαρθεί πρώιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. εύ-σπορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωισπορώτερον — πρωίσπορος sown masc acc comp sg πρωίσπορος sown neut nom/voc/acc comp sg πρωίσπορος sown adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίσπορον — πρωίσπορος sown masc/fem acc sg πρωίσπορος sown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίσπορα — πρωίσπορος sown neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωϊσπορούμαι — έομαι, Α [πρωΐσπορος] σπέρνομαι νωρίς, πρώιμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”